περικλίνω

περικλίνω
Α
1. κλίνω γύρω από κάτι, ολόγυρα
2. (για τον Ήλιο) αποκλίνω
3. εκκλίνω
4. πιθ. αποφεύγω, παρεκκλίνω
5. παθ. περικλίνομαι
α) έχω απομακρυνθεί από το ορθό, δηλ. έχω διαστρεβλωθεί
β) μτφ. στηρίζομαι, ακουμπώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περικεκλιμένοι — περικλίνω decline perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεκλιμένος — περικλίνω decline perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλινθεῖσα — περικλίνω decline aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικέκλιται — περικλίνω decline perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλινεῖς — περικλῐνεῖς , περικλίνω decline aor subj pass 2nd sg (epic) περικλῐνεῖς , περικλίνω decline fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) περικλινής sloping on all sides masc/fem acc pl περικλινής sloping on all sides masc/fem nom/voc pl (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλινόμενον — περικλῑνόμενον , περικλίνω decline pres part mp masc acc sg περικλῑνόμενον , περικλίνω decline pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • περίκλισις — ίσεως, ἡ, Α [περικλίνω] 1. κλίση προς όλες τις πλευρές 2. αστρον. (για αστέρα) απόκλιση …   Dictionary of Greek

  • περικλινής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. το περικλινές (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου που ανήκει στη σειρά τών πλαγιοκλάστων και αποτελεί λευκή ποικιλία τού αλβίτη, με υαλώδη ή μαργαριτώδη λάμψη 2. φρ. α) «περικλινής διαίρεση» βοτ. διαίρεση… …   Dictionary of Greek

  • περιεκέκλιτο — περϊεκέκλιτο , περικλίνω decline plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”