περικεκλιμένοι — περικλίνω decline perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεκλιμένος — περικλίνω decline perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλινθεῖσα — περικλίνω decline aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικέκλιται — περικλίνω decline perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλινεῖς — περικλῐνεῖς , περικλίνω decline aor subj pass 2nd sg (epic) περικλῐνεῖς , περικλίνω decline fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) περικλινής sloping on all sides masc/fem acc pl περικλινής sloping on all sides masc/fem nom/voc pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλινόμενον — περικλῑνόμενον , περικλίνω decline pres part mp masc acc sg περικλῑνόμενον , περικλίνω decline pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
περίκλισις — ίσεως, ἡ, Α [περικλίνω] 1. κλίση προς όλες τις πλευρές 2. αστρον. (για αστέρα) απόκλιση … Dictionary of Greek
περικλινής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. το περικλινές (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου που ανήκει στη σειρά τών πλαγιοκλάστων και αποτελεί λευκή ποικιλία τού αλβίτη, με υαλώδη ή μαργαριτώδη λάμψη 2. φρ. α) «περικλινής διαίρεση» βοτ. διαίρεση… … Dictionary of Greek
περιεκέκλιτο — περϊεκέκλιτο , περικλίνω decline plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)